Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωκύπλοος — ον, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ταχὺ πλέων» 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ταχύπορος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + πλόος (< πλέω), πρβλ. ταχύ πλοος] … Dictionary of Greek
ὠκυπλόων — ὠκύπλοος quick sailing masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)